- υπερυποφυσισμός
- ο мед. гипертрофия гипофиза
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερυποφυσισμός — ο, Ν ιατρ. κακόζηλος όρος για την υπερλειτουργία τής υπόφυσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hyperpituitarism < ὑπερ * + λατ. pituitarius «υποφυσιακός, βλεννογόνος» + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek